- λοιμικάς
- λοιμικά̱ς , λοιμικόςpestilentialfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νυκτίδαι — νυκτίδαι, ol (Α) [νυξ, νυκτός] (κατά τον Ησύχ.) «γένος τι τῶν τὰς λοιμικὰς νόσους ἐκδιωκόντων» … Dictionary of Greek
περίσταση — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 26 μ.), στην πρώην επαρχία Πιερίας του ομώνυμου νομού. Βρίσκεται πολύ κοντά στην Κατερίνη της οποίας αποτελεί προάστιο. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (10 τ. χλμ.). * * * η / περίστασις, εως, ΝΜΑ [περιίστημι] 1.… … Dictionary of Greek